Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐν ἀθυμία

См. также в других словарях:

  • ἀθυμία — ἀθῡμίᾱ , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc/acc dual ἀθῡμίᾱ , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυμίᾳ — ἀθῡμίαι , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc pl ἀθῡμίᾱͅ , ἀθυμία lack of spirit fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθυμία — η (Α ἀθυμία) [ἄθυμος] έλλειψη ευδιαθεσίας, βαρυθυμία, στενοχώρια αρχ. έλλειψη θάρρους, λιποψυχία, δειλία …   Dictionary of Greek

  • αθυμία — η έλλειψη καλής διάθεσης, ακεφιά: Τον τελευταίο καιρό κατεχόταν από μια αθυμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθυμίαι — ἀθῡμίαι , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc pl ἀθῡμίᾱͅ , ἀθυμία lack of spirit fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυμίας — ἀθῡμίᾱς , ἀθυμία lack of spirit fem acc pl ἀθῡμίᾱς , ἀθυμία lack of spirit fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Афимия — или Атимия (греч. άθυμία) бессилие, упадок духа …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • устрашение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (ἀθυμία) страх, малодушие; (φαυλισμός), презрение,… …   Словарь церковнославянского языка

  • отънеможеньѥ — ОТЪНЕМОЖЕНЬ|Ѥ (4*), ˫А с. 1.Уныние: нощь прiде. столъ готовъ. ненавидѧщеи плещюще. въ ѿнеможенье бл҃го||ч(с)тное. (ἐν ἀϑυμίᾳ) ГБ к. XIV, 164–165. 2. Малодушие: ˫ако иному быти || ѿнеможень˫а година. аще и тако что подобаеть пострадати.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άθυμος — η, ο (Α ἄθυμος, ον) νεοελλ. δύσθυμος, άκεφος, στενοχωρημένος, μελαγχολικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει θάρρος, ο δειλός 2. ο μη θυμοειδής, ο δίχως οργή ή πάθος 3. ο μη ενθαρρυντικός, ο δυσάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θυμός. ΠΑΡ. αθυμία,… …   Dictionary of Greek

  • αθυμώ — (I) ( έω) (Α ἀθυμῶ) [ἄθυμος] κατέχομαι από αθυμία, είμαι μελαγχολικός, στενοχωρούμαι, λυπάμαι αρχ. φοβάμαι, ανησυχώ. (II) ἀθυμῶ ( όω) (Α) [ἄθυμος] αποκαρδιώνω, αποθαρρύνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»