-
1 αθυμία
ἀθῡμίᾱ, ἀθυμίαlack of spirit: fem nom /voc /acc dualἀθῡμίᾱ, ἀθυμίαlack of spirit: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀθῡμίαι, ἀθυμίαlack of spirit: fem nom /voc plἀθῡμίᾱͅ, ἀθυμίαlack of spirit: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀθυμία
Βλ. λ. αθυμία -
3 ἀθυμίᾳ
Βλ. λ. αθυμία -
4 ἀθυμία
-ας + ἡ N 1 0-1-0-1-0=2 1 Sm 1,6; Ps 118(119),53despondency, discouragement -
5 ἀθυμία
A lack of spirit, Hp.Aër.16; faintheartedness, despondency, Hdt.1.37, E.HF 552; εἰς ἀ. καθιστάναι orἐμβάλλειν τινά Pl.Lg. 731a
, Aeschin.3.177;ἀ. παρέχειν τινί X.Cyr.4.1.8
;εἰς ἀ. καταστῆναι Lys.12.3
;ἐν πάσῃ ἀ. εἶναι X.HG6.2.24
;ἀθυμίαν ἔχειν S.Ant. 237
;ἀ. ἐμπίπτει τινί X.Mem.3.12.6
: pl.,ἀ. ἢ φόβοι Arist.Pr. 954a23
. -
6 αθυμίαι
ἀθῡμίαι, ἀθυμίαlack of spirit: fem nom /voc plἀθῡμίᾱͅ, ἀθυμίαlack of spirit: fem dat sg (attic doric aeolic) -
7 ἀθυμίαι
ἀθῡμίαι, ἀθυμίαlack of spirit: fem nom /voc plἀθῡμίᾱͅ, ἀθυμίαlack of spirit: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 αθυμίας
ἀθῡμίᾱς, ἀθυμίαlack of spirit: fem acc plἀθῡμίᾱς, ἀθυμίαlack of spirit: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ἀθυμίας
ἀθῡμίᾱς, ἀθυμίαlack of spirit: fem acc plἀθῡμίᾱς, ἀθυμίαlack of spirit: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 αθυμίη
ἀθῡμίη, ἀθυμίαlack of spirit: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἀθῡμίῃ, ἀθυμίαlack of spirit: fem dat sg (epic ionic) -
11 αθυμιών
-
12 ἀθυμιῶν
-
13 αθυμίαιν
-
14 ἀθυμίαιν
-
15 αθυμίαις
-
16 ἀθυμίαις
-
17 αθυμίαν
-
18 ἀθυμίαν
-
19 αθυμίην
-
20 ἀθυμίην
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀθυμία — ἀθῡμίᾱ , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc/acc dual ἀθῡμίᾱ , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυμίᾳ — ἀθῡμίαι , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc pl ἀθῡμίᾱͅ , ἀθυμία lack of spirit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθυμία — η (Α ἀθυμία) [ἄθυμος] έλλειψη ευδιαθεσίας, βαρυθυμία, στενοχώρια αρχ. έλλειψη θάρρους, λιποψυχία, δειλία … Dictionary of Greek
αθυμία — η έλλειψη καλής διάθεσης, ακεφιά: Τον τελευταίο καιρό κατεχόταν από μια αθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθυμίαι — ἀθῡμίαι , ἀθυμία lack of spirit fem nom/voc pl ἀθῡμίᾱͅ , ἀθυμία lack of spirit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθυμίας — ἀθῡμίᾱς , ἀθυμία lack of spirit fem acc pl ἀθῡμίᾱς , ἀθυμία lack of spirit fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Афимия — или Атимия (греч. άθυμία) бессилие, упадок духа … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
устрашение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (ἀθυμία) страх, малодушие; (φαυλισμός), презрение,… … Словарь церковнославянского языка
отънеможеньѥ — ОТЪНЕМОЖЕНЬ|Ѥ (4*), ˫А с. 1.Уныние: нощь прiде. столъ готовъ. ненавидѧщеи плещюще. въ ѿнеможенье бл҃го||ч(с)тное. (ἐν ἀϑυμίᾳ) ГБ к. XIV, 164–165. 2. Малодушие: ˫ако иному быти || ѿнеможень˫а година. аще и тако что подобаеть пострадати.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άθυμος — η, ο (Α ἄθυμος, ον) νεοελλ. δύσθυμος, άκεφος, στενοχωρημένος, μελαγχολικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει θάρρος, ο δειλός 2. ο μη θυμοειδής, ο δίχως οργή ή πάθος 3. ο μη ενθαρρυντικός, ο δυσάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θυμός. ΠΑΡ. αθυμία,… … Dictionary of Greek
αθυμώ — (I) ( έω) (Α ἀθυμῶ) [ἄθυμος] κατέχομαι από αθυμία, είμαι μελαγχολικός, στενοχωρούμαι, λυπάμαι αρχ. φοβάμαι, ανησυχώ. (II) ἀθυμῶ ( όω) (Α) [ἄθυμος] αποκαρδιώνω, αποθαρρύνω … Dictionary of Greek